Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Χρώματα.... Διακόσμηση.... Τι μου αρέσει!!!

Μπανιέρα, γαλάζιο χρώμα στον τοίχο... πανέμορφος καθρέπτης... ( όσο για την φωτογραφία δίπλα δεν ξέρω αν μου άρεσε κάτι!!!)
Ωραίο το εξοχικό αλλά δεν είναι δικό μας.... (μου αρέσει το καναπεδάκι έξω.... να πίνεις το καφεδάκι σου).
Τι μου αρέσει στην κάθε φωτογραφία....
Για να δω τι σας αρέσει εσάς!!

Εδώ βλέπουμε μία σκάλα που μπορεί να γίνει μια πολύ καλή βιβλιοθήκη... (εμένα αυτό μου αρέσει)

Τα χρώματα στο τοίχο του καναπέ με το ηπαίθριο έξω είναι ο τέλειος συνδιασμός... (όχι ότι είμαι κολλημένη με το πράσινο, απλά μου αρέσει)

Καλό το να κάτσεις σε αυτή την πολυθρόνα να διαβάσεις αλλά κάτι λείπει... θέλετε να το συζητήσουμε; (εμένα πάλι μου αρέσει η βιβλιοθήκη σαν βιβλιοφάγως μην δω βιβλιοθήκη)

Ωπα... να τα όμορφα ωραίο κρεβάτι, ωραία κουρτίνα αν και θα την ήθελα σε κάποιο άλλο χρώμα ε; τι λέτε; ( μου αρέσουν βέβαια πιο πολύ τα μπαούλα τα είδατε αριστερά εκεί κάτω...)
Να πάλι η βιβλιοθήκη μπροστά μας.... παντού και πάντα... (αλλά το καναπεδάκι δεν είναι όλα τα λεφτά, τέλειο και πράσινο).

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Απόγευμα..... όμορφο απόγευμα.



Το καραβάκι γύρισε που να ήταν άραγε;

Μια στιγμή... όλος ο κόσμος είσαι εσύ!!

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Ξεφυλλίζοντας την Σιωπή.... συνέχεια

σελ 69.................................................................................................

Μα τι να κάνω την ύπαρξη μου, χωρίς εσένα,
φίλε μου, δικέ μου.
Που ν' ακουμπήσω. Με ποιον να κλάψω. Με ποιον
να πιω κρασί. Με ποιον να μοιραστώ, ιδίως, τη χαρά μου.
Δε γίνεται χωρίς εσένα, διπλανέ μου.
Μέσα στη δική σου κόλαση, ανιχνεύω τις στιγμές
της ευτυχίας μου.


σελ 70..................................................................................................

Κάποτε, με είχε παρασύρει ένα ορμητικό ποτάμι
κι ήμουνα έτοιμη να πνιγώ.
Λίγα μέτρα πιο μπροστά από μια πεινασμένη θάλασσα,
που άνοιγε το στόμα της να με καταπιεί,
θυμήθηκα ξαφνικά τα λόγια σου.
Ακουσα μέσα μου σα μουσική την τρυφερή φωνή σου.
" Να ξέρεις πάντα πως είμαι πλάι σου και σ' αγαπώ.
Σ΄εμπιστεύτηκα για να κρατήσεις τ΄όνειρο μου.
Και μου ΄χεις δώσει όρκο πως θα το φυλάξεις".



σελ 76.................................................................

Τι ξέρεις εσύ από τέτοιους τόπους.
Αν επιχειρήσεις να ΄ρθεις, θα χαθείς.
Ούτε κι εγώ θυμάμαι να γυρίσω πίσω.
Η νοσταλγία μου δεν έχει πια το χρώμα των ματιών σου.
Τώρα, κάθε πρωί, γερμένη σ΄ένα μεγάλο παραθύρι,
καλημερίζω την καινούργια μου ζωή.


σελ 81.............................................................................................................

Είναι γεγονός πως κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν
ποτέ ν' απλώσουν τα "ρούχα" τους στον ήλιο, να τα στεγνώσουν.
Πάντα βρεγμένα τα φορούν.
Δεν είναι η ζωή που φταίει γι' αυτό, κι ας της ρίχνουν
όλα τα βάρη.
Ούτε οι ίδιοι, βέβαια, φταίνε.
Φταίει το ότι δεν τους χάρισε ποτέ κανείς έναν ήλιο.
Ενα όλοδικο τους ήλιο.
Ν΄ανατέλλει, να δύει και πάλι ν΄ανατέλλει λαμπερός
μέσα τους.


σελ 85.....................................................................................................

Θέλω να μείνεις μαζί μου απόψε.
Να μείνεις ώσπου το δάκρυ της νύχτας
να στεγνώσει στα βλεφαρά μας.
Ώσπου τ΄αστέρια να γίνουν στάχτες στις παλάμες μας.
Ώσπου το φεγγάρι να βασιλέψει πάνω στα κορμιά μας.


σελ 88..................................................................................................

Να ΄μαστε λέει, όλοι μαζί...
Να ΄μαστε σε μια βάρκα και ν΄αρμενίζαμε.
Να ΄ταν η θάλασσα γυαλί. Να ΄χε φεγγαράδα.
Κι εμείς να λέμε αστεία και να γελάμε.
Ν΄αγκαλιαζόμαστε και να τραγουδάμε.
Να μην είχαμε βάσανα και μαύρες σκέψεις.
Τίποτα να μην είχαμε.
Να ΄μαστε ελεύθεροι σαν τα παιδιά. Και ν΄αρμενίζαμε...
Και να ΄ταν από πάνω μας ένας Θεός, γλυκός σα μέλι,
να μας καμάρωνε.
Να ΄μαστε, λέει!....


σελ 101........................................................................................

Αγκάλιασε σφιχτά τον εαυτό σου. Κρύψου κα΄τω απ΄το δέρμα σου.
Μέσα στις χούφτες σου.
Ζέστανε την ψυχή σου με την ανάσα σου.
Και σκέψου πόσα πράγματα σημαντικά έχεις να κάνεις,
μόλις περάσει η καταιγίδα.


σελ 103........................................................................................

Τόση κούραση, τόση σπατάλη, για να πετύχεις τι;
Οργάνωσες ολόκληρο καρναβάλι, έφτιαξες άρματα.
μοίρασες όλα τα υπάρχοντά σου, όλο το πάθος σου,
όλο το μυαλό σου, να βρεις κατάλληλες στολές, μάσκες.
και αβανταδόρους ν΄ακολουθούν την πομπή σου.
Ξέχασες όμως, φίλε, κάτι πολύ σημαντικό.
Στο τέλος, πάντα, καίνε τον καρνάβαλο!....

σελ 118.........................................................................................

Πέταξε πια την πανοπλία από πάνω σου.
Τόσες προμήθειες σε όπλα, τόση εκπαίδευση για άμυνα,
τόσες στολές παραλλαγής..
Έτσι έχεις την εντύπωση πως δε θα πληγωθείς ποτέ;
Και τι ήρθες στη γη να κάνεις. Να παριστάνεις τον πολέμαρχο;
Πόσο θ΄αντέξεις έρποντας στ΄αναχώματα, σαν σκουλήκι;

τέλος................................

Στέκεσαι εκεί, σαν βλέμμα ερημιάς. Και κλαίς.
Στέκεσαι εκεί και ξερογλείφεις τις προφάσεις που έχεις ανακαλύψει,
για να κρατάς μες στη μιζέρια την ψυχή σου.
Στέκεσαι εκεί και λογαριάζεις πόσα σ΄αρπαξαν,
πόσα σου ΄κλέψαν, πόσα σου ρήμαξαν.
Μήπως δεν είναι έτσι ακριβώς, μωρό μου;
Μήπως εσύ οδηγούσες κάθε φορά,
από την πίσω πόρτα της ψυχής σου, το ληστή;
Κι ύστερα, μόλις γύριζε την πλάτη του, μόλις απομακρυνόταν
- αφού το ΄βλεπες καθαρά πως είχε αρπάξει τους θησαυρούς σου
και συ δεν τον σταματούσες - αρχιζες τα κλάμματα και φώναζες
" Βοήθεια ! Ληστεία!"