Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΑΦΟΥ ΈΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΟΧΙ ΜΑΖΙ ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΑ


Σήμερα, 11 Δεκεμβρίου 2012

Σήμερα ξύπνησα το πρωί, έκανα καφέ, ντύθηκα και περίμενα να έρθει η μαμά, να πάρει το μικρό και να τον πάει σπίτι της. Πριν έρθει η μαμά ο μικρός ξύπνησε, τον έκανα γάλα και ξάπλωσε στο σαλόνι να δει Μίκυ-μαους. Εμ από της 20:00 η ώρα εχθές κοιμήθηκε. Όταν ήρθε η μαμά είπαμε τα απαραίτητα και έφυγα, βγήκα από το σπίτι και κατηφόρισα να πάω να πάρω την μηχανή.
Έβαλα εμπρός την μηχανή και περίμενα να ζεσταθεί.. κάνει κανένα λεπτό.. μέχρι να βάλω το κράνος και τα γάντια η μηχανή ήταν έτοιμη να την καβαλήσω. Είχε πολύ κρύο αλλά όχι σαν χθες.. Έφυγα από τον ίδιο δρόμο όπως κάθε μέρα. Πίσω από το σχολείο, έφτασα στην γέφυρα, βγήκα στην ευθεία του 16ου δημοτικού σχολείου και έστριψα δεξιά, μετά τα φανάρια στο Μασούτη εκεί αρχίζει το καλό κρύο, μπρρρρ όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με το αγέρα που έχει στο πολυκλαδικό και πότε θα με πετάξει στην θάλασσα δεν ξέρω, το ξέρω όμως και περιμένω…βρρρρ ο αέρας και συνεχίζω γκαζώνοντας. Έφτασα στην ευθεία και οι σκέψεις αρχίζουν μέσα στο μυαλό… που να το βάλω στην τράπεζα επάνω η πλάι στα  Goodys, τι έχω να αγοράσω ψωμί όχι, τσιγάρα, και τι να κάνω α να πάω και στην forthnet αλλά είναι νωρίς ε θα πάω αργότερα… όλα αυτά στο λεπτό μέχρι την τράπεζα και στροφή επιτόπου και παρκάρισμα στην τράπεζα. Κατεβαίνω, βγάζω το κράνος, τινάζω τα μαλλιά, βγάζω τα γάντια και τα βάζω μέσα στο κράνος και το κράνος μέσα στην σέλα κλείνω την σέλα και κλειδώνω την μηχανή. Παίρνω τα κλειδιά και μπαίνω στην πολυκατοικία την είσοδο που δεν χωνεύω να βλέπω κάθε μέρα. Σκέψεις ξανά.. Να μπω στο internet να στείλω μήνυμα το μωρό μου κάρτα θα πάρω αργότερα, πως με τελείωσε η κάρτα χθες και δεν μπόρεσα να σου πω καληνύχτα.. τουλάχιστον θα σου πω καλημέρα.
Στο γραφείο έκανα καφέ, έκανα τσιγάρο και το μυαλό μου σε σένα.. πώς να κοιμήθηκες, γιατί δεν μπόρεσα να σου πω καληνύχτα, πότε θα περάσει ο καιρός. Πάω και κάθομαι στο γραφείο, σκέψη : κάτσε να πάρω αυτόν τηλέφωνο πρώτα να δω τι θέλει να κάνω σήμερα και μετά μπαίνω facebook. Το κατάστημα να κάνω να ετοιμάσω για τον Δήμο.. καλά ήταν όλοι μέρα με αυτό την έφαγα.. χαχα. Όμορφα πραγματάκια να περνάει η ώρα.. μετά από ώρες πολλές ήρθε ενώ έτρωγα την υπέροχη σπανακόπιτα της μαμάς. Ένα καλό πράγμα είπε σήμερα, θα πάω να σε βάλω τα λεφτά σήμερα στην τράπεζα.. χαρά μεγάλη, σκέψεις, αφού έφυγε και μετά, πότε θα τα βάλει για να δούμε τι να κάνω να πάω να ψωνίσω, να πάρω κάποια πράγματα, να δώσω στο Σάββα τα λεφτά τα έχει και αυτός ανάγκη, να κρατήσω για το ενοίκιο, δεν ξέρω πόσα θα με βάλει; Ερωτήσεις που μου τρώνε το μυαλό.
Ανοίγω το σχέδιο για ξεκάρφωμα και μετά το facebook, μια περιήγηση στο τι συμβαίνει, τι έχουνε γράψει, γράφω στο μωρό μου για χθες τι έκανα και δεν είχα μονάδες. Μπαίνω στην διαδικασία να σχεδιάσω και λίγο, η ώρα πέρασε μίλησα με τον μηχανολόγο για το σχέδιο καταλήξαμε σε κάποια πράγματα, ήρθε και μου έδωσε έναν αριθμό από την τράπεζα κάτω και 300,00 ευρώ να πάω να τα καταθέσω και να τα πάρω όπως τα έβαλα, 300 ευρώ μάλιστα τι να πρώτο κάνω. Δεν ξέρω, πραγματικά το μυαλό μου δύσκολα θα βρει άκρη.
Η ώρα πέρασε και άρχισε να βρέχει, έφυγα νωρίτερα για να πάω γρήγορα σπίτι. Ήθελα να πάρω κάρτα για να έχω αλλά απέναντι αυτή δεν είχε έβρεχε πολύ που σκατά θα σταματήσω τώρα μέσα στην βροχή, βάζω κράνος γάντια και ξεκινάω, μούσκεμα, σε θυμάμαι που είναι τώρα η αγάπη μου. Φτάνω Βλάση αλλά ο δρόμος πλημμυρισμένος από το φρεάτιο που αναβλύζει τρελό νερό, επιτόπου στροφή, που θα πάω γαμώτο τώρα, πάνω στο Μάκη. Φτάνω κατεβαίνω με το κράνος και μπαίνω στο μαγαζί. Παίρνω κάρτα και κάτι για τα μωράκια μας.. Τις μεγάλες πάλι τις ξέχασα, ναι θέλουν και αυτές γλυκάκι δεν μας έφταναν τα μωρά έχουμε 4 στο σύνολο. Χαχα ..Όπως τους μάθεις είναι. Και εγώ τις κακόμαθα. Πήγα σπίτι ο Κυριάκος : α ήρθες μαμά; Έχεις νερά στο κράνος, πωπω κρύωσες; Χαχαχα τι παιδί Θεέ μου, φεύγει η μαμά πάει να πάρει τον Λάζαράκο. Ένας πανικός, κάτσαμε φάγαμε, ήρθαν και οι τσούπρες, α τώρα θυμήθηκα τις είχα πάρει χθες γλυκάκι και έτσι χάρηκαν. Φωνές χαμός.. ο Κυριάκος και ο Λάζαρος ξεβρακώθηκαν κάποια στιγμή και ξαπλώνανε από την μέση και κάτω γυμνοί (βλακείες τις μαμάς) έ τα έβγαλε ο Λάζαρος τα έβγαλε και ο δικός μου. Τέλος πάντων. Τι να κάνω υπομονή, αποφάσισα να τον αφήσω εκεί για λίγο και να πάω μασούτη. Ήρθε ο Σάββας να πάρει τα παιδιά του, σκέψη ας του δώσω 50 ευρώ και τα υπόλοιπα αργότερα. Έτσι ένιωσα καλύτερα, αν και μακάρι να μπορούσα να του τα δώσω όλα γιατί το βλέπω ότι τα έχει και αυτός ανάγκη. Τι να πει δύσκολα για όλους μας. Τι θα κάνουμε; Ήδη 10,00 ευρώ η κάρτα, 50 ευρώ στο Σάββα και να δω τι να ψωνίσω. 35,00 ευρώ ο Μασούτης, ωραία. 100 ευρώ σχεδόν κάνανε φτερά στο λεπτό… άντε καλά σε μια ώρα περίπου.. έτσι είναι τα ευρώ. Πήρα αρκετά πραγματάκια όμως είμαι ικανοποιημένη αλλά ξέχασα χαρτί υγείας και ρολό κουζίνας. Ήθελα να πάρω τα μωρά κάτι πιστολάκια σπαιντερμαν αλλά τελικά ξέφυγα από τον πειρασμό, είχαν 2,99 ευρώ το ένα σύνολο μας κάνουν 5,98 ευρώ δηλαδή 6,00 ευρώ στρογγυλοποίηση, εμ δεν τα πήρα τώρα το σκέφτομαι, δεν πειράζει όμως ας είναι θα το ξεπεράσω και αυτό.
Πήγα σπίτι τα ψώνια, γύρισα στην μαμά και ήταν εκεί ο μπαμπάς, πολύ χάρηκα που τον είδα, ήθελα να τον δω. Με ρώτησε τι έγινε με τον Νίκο, από μόνος του μιας και τον είδε χθες ή σήμερα που κατέβαινε ο μπαμπάς, εκείνος ανέβαινε, με ρώτησε τι έκανε πως πάει με αυτό που ξεκίνησε, του είπα όχι και τρελά πράγματα από ότι με είπε ο Νίκος δηλαδή δεν έχει απολαβές ακόμα. Τον έκανα λίγο κουβέντα στο ότι σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά στο τι θα κάνουμε τελικά, ότι πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά αν θα φύγω και εγώ και αν θα γυρίσεις τελικά πίσω. Φάνηκε όπως είπες και εσύ ότι δεν είναι θετικός στο να φύγω και εγώ. Να πάμε πάνω! Φάνηκε δεν ήταν και τελείως ξεκάθαρος. Και αφού ετοιμαζόμουν να φύγω μου φώναξε α και κάτι άλλο τώρα που το θυμήθηκα μου είπε. Πες τον Γιώργο μην κάνει καμία κατάθεση τα λεφτά του σε καμία τράπεζα γιατί θα του τα πάρουν, αν και εφ όσον έχει κάποιο χρέος στην εφορία. Απευθείας λέει. Δεν ρωτάνε κανένα. Και έτσι σε έστειλα το μήνυμα. Φοβήθηκα. και εκείνος το είπε με πολύ σοβαρότητα γιατί έχασε λέει ο Σπύρος πολλά λεφτά που έβαλε σε μια τράπεζα και κλαίνε με μαύρο δάκρυ αλλά δεν μπορούνε να κάνουν τίποτα.
Μωρό μου πήγα σπιτάκι μας, έκανα τον μικρό μπάνιο, έκανα και εγώ αφού κοιμήθηκε και έκατσα να γράψω αυτό το γράμμα, ημερολόγιο για να υπάρχει.